- φιλιστρίνι
- φιλιστρίνι, το και φινέστρα, η και φινεστρίνι, το και φινιστρίνι, το(λ. ιταλ.), κυκλικό ή ημικυκλικό παραθυράκι αερισμού και φωτισμού στις καμπίνες των πλοίων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.